H πρότασή μας για το νέο κτίριο γραφείων της AxelSpringer συνομιλεί με τον υφιστάμενο πύργο της εταιρείας και εντάσσεται ομαλά στον αστικό ιστό προσφέροντας στην πόλη και παράλληλα συνοψίζει τις αρχές του βιοφιλικού σχεδιασμού και αναπτύσσει το αίσθημα της κοινότητας και της συνεργασίας, κριτήρια απαραίτητα για το γραφείο του μέλλοντος.
Κατά την περίοδο του διχασμού στην Γερμανία, η εταιρία Axel Springer ήταν υπέρμαχος της επανένωσης του ανατολικού και δυτικού Βερολίνου. Για το νέο κτίριο της εταιρείας ζητήθηκε η δημιουργία ενός εργασιακού περιβάλλοντος που να ευνοεί την επικοινωνία και να ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα και τη συνεργασία. Μελετώντας την πόλη του Βερολίνου διαπιστώσαμε ότι η αρχιτεκτονική της ανατολικής και δυτικής πλευράς διαμορφώνεται με συγκεκριμένα μορφολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά. Το ανατολικό Βερολίνο συγκροτείται από ψηλά κτίρια αστικού χαρακτήρα, ενώ τα κτίρια του δυτικού σχεδιάζονται πιο κοντά στην ανθρώπινη κλίμακα με φυτεμένες εσωτερικές αυλές. Στόχος του σχεδιασμού μας είναι η δημιουργία ενός κτιρίου που να συνδυάζει αυτά τα χαρακτηριστικά ώστε να τονίζεται μέσω της αρχιτεκτονικής η ένωση των δυο πλευρών της πόλης. Έτσι, συνδυάσαμε δύο όγκους, έναν ψηλό και έναν χαμηλό που αντιπροσωπεύουν την ανατολή και την δύση αντίστοιχα, ώστε, να καταλήξουμε στην τελική ογκοπλασία. Οι δύο όγκοι εισέρχονται ο ένας στον άλλον, με τις ακμές τους να ενώνονται δημιουργώντας ένα παραμορφωμένο στερεό-πρίσμα από το οποίο αφαιρούνται τμήματα βάση κανάβου προκειμένου να δημιουργηθούν οι είσοδοι του κτιρίου.
Το κτίριο αποτελείται από 9 ορόφους. Στο ισόγειο χωροθετούνται λειτουργίες δημοσίου χαρακτήρα, με τους χώρους εργασίας να καταλαμβάνουν τα μεσαία επίπεδα, καταλήγοντας στα τρία τελευταία όπου ευνοούνται οι απρογραμμάτιστες επαφές μεταξύ των εργαζομένων.
H κεντρική είσοδος του κτιρίου τοποθετείται στη νότια πλευρά του κτιρίου, σε άμεση σύνδεση με τον υπάρχοντα πύργο της εταιρείας, ενώ παράλληλα ανοίγεται προς την AxelSpinger. Η είσοδος γίνεται επίσης, από τον βορρά και την ανατολή. Κατά μήκος των εισόδων σε νότο και βορρά εκτείνεται το lobby με δύο γραμματείες που ελέγχουν την είσοδο στο κτίριο και χώρους που ενθαρρύνουν την δημιουργικότητα και τις απρογραμμάτιστες επαφές. Στην νοτιανατολική πλευρά χωροθετείται το μουσείο της εταιρείας και καθώς προχωράμε στην βορειοανατολική, αναπτύσσεται διαγωνίως η βιβλιοθήκη με το αναγνωστήριο στην βόρεια πλευρά για σταθερό φωτισμό κατά την διάρκεια της ημέρας. Στην νοτιοανατολική πλευρά τοποθετείται το εστιατόριο και ακολουθεί η καφετέρια που μπορεί να συνλειτουργεί με το φουαγιέ του αμφιθεάτρου στην βορειοδυτική γωνία.
Η βασική συνθετική ιδέα της εσωτερικής διαρρύθμισης του τυπικού ορόφου αποτελεί η δημιουργία γειτονιών. Συγκεκριμένα oόροφος αποτελείται από 4 γειτονιές που αναπτύσσονται γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα. Η πρόσβαση σε κάθε γειτονιά επιτυγχάνεται μέσω συνεργατικών χώρων και meetingrooms και περιλαμβάνει χώρους τόσο για ομαδική εργασία όσο και για ατομική με χαρακτηριστική την πλατεία με κουζίνα και καθιστικά που ευνοούν την απρογραμμάτιστη επαφή. Έτσι ελαττώνεται η κλίμακα του ορόφου και ενισχύεται το αίσθημα της οικειότητας.
Ως προς το κέλυφος επιλέχθηκε η δημιουργία raster με βάση διαγώνιο κάναβο με υλικό επικάλυψης το GFRC. Τα δομικά στοιχεία καλύπτονται και διαμορφώνονται κενά-πλήρη έτσι ώστε να τονίζεται ο συμπαγής όγκος του πρίσματος εξασφαλίζοντας επαρκή φυσικό φωτισμό στο εσωτερικό του κτιρίου καθώς και οπτική επαφή προς τον περιβάλλοντα χώρο σε συνδυασμό με τα αίθρια που έχουν κεκλιμένες δύο από τις πλευρές τους.
Ο σχεδιασμός του κτιρίου έχει λάβει υπόψη τρεις βασικές περιβαλλοντικές διαστάσεις που αφορούν την υλικότητα, τον ηλιασμό-σκιασμό και την εκμετάλλευση των πιθανών υπόγειων υδάτων λόγω της γειτνίασης του οικοπέδου με τα δύο κανάλια. Το υλικό που επιλέχθηκε, το GFRC, αποτελεί συμφέρουσα περιβαλλοντικά επιλογή καθώς απαιτεί μικρότερη ποσότητα τσιμέντου στο μείγμα σκυροδέματος και περιέχει ανακυκλωμένα υλικά στην σύστασή του. Επιπλέον, ο σχεδιασμός της νότιας όψης έγινε βάση των γωνιών του ηλίου. Τέλος, προτείνεται η εκμετάλλευση των πιθανών υπόγειων υδάτων και η επιλογή της γεωθερμίας ως μέσο θέρμανσης και ψύξης του κτιρίου με την εγκατάσταση δύο μεθόδων γεωθερμικών εναλλακτών. Ειδικότερα, στη μία περίπτωση, το νερό αντλείται από τον υδροφόρο ορίζοντα, απορροφά ή αποδίδει θερμότητα και κατόπιν επανεισάγεται στη γη και στη δεύτερη γίνονται γεωτρήσεις σε μικρά σχετικά βάθη και εισάγονται σωλήνες που αποτελούν το γεωθερμικό εναλλάκτη.