Η παρούσα έρευνα πραγματεύεται την αμφίδρομη σχέση ενός ζωντανού-εξελισσόμενου οικισμού, ο οποίος συνίσταται από ένα αξιόλογο ιστορικό σύνολο, με το σύγχρονο κοινωνικό-οικονομικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Πιο συγκεκριμένα, αντικείμενο της αποτελούν τα παραδοσιακά και νεότερα κτίσματα του Γαβαλοχωρίου Χανίων καθώς και η υφιστάμενη κατάσταση του.
Ο οικισμός αποτελεί τμήμα του Δήμου Αποκορώνου, και η ονομασία του αποδίδεται στη βυζαντινή οικογένεια των Γαβαλάδων, των οποίων και ήταν φέουδο, και συνεχίζει να υφίσταται στα χρόνια των Βενετών. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η περιοχή του Αποκορώνου επαναστάτησε αρκετές φορές με αποτέλεσμα τις καταστροφές και λεηλασίες των οικισμών του. Επομένως, σήμερα στο Γαβαλοχώρι λίγα είναι τα κτίσματα τα οποία ανάγονται στην περίοδο της Ενετοκρατίας. Τα περισσότερα φαίνεται να ανήκουν στην ύστερη περίοδο της Τουρκοκρατίας και στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας.
Καθώς η μορφή του προέκυψε σε παλαιότερες περιόδους, οι δρόμοι είναι στενοί, ακανόνιστοι και οριοθετούνται από τους τοίχους των κτισμάτων, ενώ υπάρχουν και μικρού μήκους αδιέξοδα που καταλήγουν σε κατοικίες. Η ανάπτυξη του έγινε γύρω από πολλά διαφορετικά κέντρα, έτσι ο οικισμός είναι διάσπαρτος και περιλαμβάνει ένα σύνολο από 18 γειτονιές, με κτίσματα παραδοσιακά και σύγχρονα να συνυπάρχουν. Η δομή στο κέντρο του, όπου συναντά κανείς τα παλαιότερα κτίσματα, είναι συνεκτική, και δεν ακολουθείται ενιαίο ρυμοτομικό σύστημα.
Σήμερα, οι επικρατέστεροι τύποι κατοικίας που συναντούνται στο Γαβαλοχώρι είναι δύο:
α) το δωματοσκέπαστο καμαρόσπιτο, συνήθως ενταγμένο σε κλειστό κτιριακό συγκρότημα με εσωτερική αυλή το οποίο αποτελείται από κτίσματα σε διάταξη Γ ή Π, που έχουν επίπεδη στέγη. Η είσοδος στην αυλή πραγματοποιείται διαμέσου του οξώστη.
β) το διώροφο με δίρριχτη στέγη, με εσωτερική αυλή και με την είσοδο να πραγματοποιείται τις περισσότερες φορές διαμέσου του οξώστη, ενώ υπάρχουν και κτίσματα στα οποία η είσοδος γίνεται απευθείας μέσα στην κατοικία, με μερικά εξ αυτών να διαθέτουν εξώστη.
Πολύ συχνή είναι η περίπτωση συνύπαρξης των παραπάνω τύπων λόγω επέκτασης ή αναμόρφωσης της κατοικίας, με συνέπεια να προκύπτουν ιδιοκτησίες που ανήκουν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Το βασικό υλικό δόμησης είναι η πέτρα στη φυσική της κατάσταση ή λαξευμένη. Οι λαξευτοί λίθοι, χρησιμοποιούνται εναλλάξ για να σχηματίσουν τις γωνιές των κτισμάτων, για να δομήσουν τις παραστάδες των ανοιγμάτων και για να κατασκευάσουν το τόξο της καμάρας, που είναι η πιο λεπτοδουλεμένη κατασκευή του κρητικού σπιτιού.
Ένα ακόμα βασικό υλικό είναι το ξύλο στη φυσική του μορφή, που είναι οι κορμοί δέντρων. Τα δοκάρια, που είναι χοντροί κορμοί, στηρίζονται σε ειδικές οπές που έχουν διαμορφωθεί στις εσωτερικές πλευρές των τοίχων και τοποθετούνται παράλληλα με την μικρή πλευρά του εκάστοτε χώρου. Από πάνω τους τοποθετούνται σκίζες ή, μεταγενέστερα, πλανισμένες σανίδες. Έπειτα, προστίθενται ξεροί θάμνοι, για να συγκρατούν το χώμα. Αυτό είναι το βασικό στοιχείο της κατασκευής του δώματος. Σταδιακά το δώμα αντικαθίσταται από μία στέγη και αργότερα από μία λεπτή στρώση σκυροδέματος, καθώς η ανάγκη της συντήρησής του είναι διαρκής
Οι όγκοι των κτιρίων διατάσσονται σε σχήμα Γ ή Π και περικλείουν την αυλή σε συνεργασία με τους όγκους των διπλανών κτισμάτων. Δεν τοποθετούνται απευθείας πάνω στο δρόμο ή τοποθετείται μόνο ένα τμήμα τους. Η κλίμακα τους είναι κοντά στην ανθρώπινη. Αν και η οργάνωση των όψεων των κατοικιών χαρακτηρίζεται από απλότητα και αυστηρότητα, τα δευτερεύοντα μορφολογικά χαρακτηριστικά των κτιρίων προσδίδουν ποικιλομορφία στον οικισμό. Αυτά ως επί των πλείστον είναι τα ανοίγματα, οι σκάλες, οι υδρορροές, οι καπνοδόχοι.
Το Γαβαλοχώρι, το 1980, κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ως ιστορικός διατηρητέος τόπος και τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, καθώς αποτελεί ένα αξιόλογο σύνολο λαϊκής αρχιτεκτονικής χωρίς σημαντικές σύγχρονες αλλοιώσεις με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πλευράς λαϊκού πολιτισμού. Πέρα από αυτό το πλαίσιο έχουν κηρυχτεί διατηρητέα μνημεία με Υπουργικές Αποφάσεις το Παλαιό Δημοτικό Σχολείο, τα 24 πηγάδια του, το Κτιριακό Συγκρότημα Λαογραφικού Μουσείου και η διώροφη κατοικία και ισόγειο της «Φάμπρικας». Επιπλέον με βάση το Προεδρικό Διάταγμα του 1986 καθορίζονται ειδικοί όροι δόμησης.
Τις τελευταίες δεκαετίες ο οικισμός διαθέτει ένα πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, καθώς δεν κατοικείται μόνο από Έλληνες αλλά και από ξένους, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά.
Η σημερινή κατάσταση των κτισμάτων του οικισμού παρουσιάζεται με την μορφή χαρτών και είναι αποτέλεσμα της επιτόπιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε. Σε όλους τους χάρτες εμφανίζονται οι κολυμβητικές δεξαμενές, οι οποίες είναι 61 στον αριθμό. Ταυτόχρονα διεξήχθη και έρευνα σχετικά με το πώς αντιλαμβάνονται το Γαβαλοχώρι οι ίδιοι του οι κάτοικοι, τόσο οι Έλληνες όσο και οι ξένοι. Ενδιαφέρον έχει το κατά πόσο θεωρούν αλλοιωμένη την παραδοσιακή εικόνα του τα άτομα αυτά, αλλά και που θεωρούν πως οφείλεται η αλλοίωση αυτή.
Η έρευνα συμπεραίνει πως η πλειονότητα των παραδοσιακών κατοικιών του οικισμού δεν έχει αλλοιωθεί σημαντικά. Η παραμόρφωση όμως των παραδοσιακών κτιρίων και η ύπαρξη σύγχρονων ασύμβατων με την αρχιτεκτονική του οικισμού, διαταράσσουν την συνοχή του. Αν και ο οικισμός κηρύσσεται προστατευόμενος σχετικά νωρίς και οι οικοδομικές άδειες απαιτούν έγκριση από το Υπουργείο Πολιτισμού, γεγονός που καθιστά τον βαθμό ελέγχου της αρχιτεκτονικής του οικισμού σχετικά υψηλό, η κατάσταση που επικρατεί δεν είναι ιδανική. Η εικόνα του Γαβαλοχωρίου θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι καλύτερη.
Η διατήρηση και η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, και πιο ειδικά της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του παρελθόντος είναι ένα διαχρονικό αίτημα. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης η διαφύλαξη της αποτελεί ευθύνη τόσο του κράτους όσο και της τοπικής κοινότητας. Η αρχιτεκτονική κληρονομιά όχι μόνο ανήκει στα πολιτιστικά αγαθά αλλά είναι και τεκμήριο της ιστορίας, αλλά και της αισθητικής του παρελθόντος, το οποίο θα πρέπει να διαφυλαχθεί και για τις επόμενες γενιές. Πόσο μάλλον ένας οικισμός σαν το Γαβαλοχώρι που ακόμα διαθέτει ένα αξιόλογο αναλλοίωτο κτιριακό απόθεμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Εάν πρέπει κανείς να σταθμίσει αν υπερτερούν τα οφέλη ή τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τη μαζική εγκατάσταση ξένων, την αναβίωση του οικισμού και την έντονη οικοδομική δραστηριότητα που ακολούθησε δεν είναι εύκολο να καταλήξει ποιο από τα δύο υπερτερεί. Το βέβαιο είναι ότι θα μπορούσε αυτή η τάση, με τον κατάλληλο κρατικό έλεγχο και άλλες δράσεις, να έχει χρησιμοποιηθεί ώστε να υπάρχει ουσιαστική αναβάθμιση, μια περισσότερο αποτελεσματική και ολοκληρωμένη προστασία του Γαβαλοχωρίου. Η σύγκριση της εικόνας του οικισμού όπως αποτυπώνεται στις φωτογραφίες της δεκαετίας του 1970 σε αντιδιαστολή με την σημερινή εικόνα του οικισμού εικονογραφεί το πρόβλημα.
Ολόκληρη η εργασία εδώ: https://www.ruralcrete.gr/wp-content/uploads/2020/12/gavalochori-ergasia.pdf