Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται την αξιοποίηση και μετατροπή ενός πρώην σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ στη λιγνιτική λεκάνη της Πτολεμαΐδας σε κινηματογραφικά στούντιο διεθνών προδιαγραφών. Πρόκειται για μια πρόταση δημιουργίας στούντιο, που θα είναι μοναδικά στην Ελλάδα και ξεχωριστά παγκοσμίως, λόγω του ιδιαίτερου αναγλύφου του τοπίου των λιγνιτορυχείων και των εγκαταστάσεων που μπορούν να προσφερθούν για κινηματογραφικές παραγωγές.
Το λιγνιτικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας (Λ.Κ.Δ.Μ.) αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα λιγνιτικά κέντρα παγκοσμίως, έκτασης 160.000στρμ., μέσα στο οποίο λειτουργούν οι τρεις από τους πέντε μεγάλους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ (Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού). Ο Ατμοηλεκτρικός Σταθμός Πτολεμαΐδας (ΑΗΣ Πτολεμαΐδας), ένας εκ των τριών, δημιουργήθηκε το 1954 και αποτέλεσε τον πρώτο σταθμό της ΔΕΗ πανελλαδικά. Η λειτουργία του όμως διακόπηκε το 2014, έπειτα από πυρκαγιά, αφήνοντας πίσω ένα βιομηχανικό ερείπιο και παράλληλα ένα βιομηχανικό μνημείο στην κληρονομιά της Ελλάδας. Η σημασία, η επιρροή, το αποτύπωμα, τα χαρακτηριστικά και η τυπολογία αυτού του κτίσματος αποτέλεσαν ξεχωριστή πηγή έμπνευσης για τη μετατροπή ενός εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σε ένα «εργοστάσιο» παραγωγής κινηματογραφικών έργων, προσδίδοντας νέο νόημα, ενδυναμώνοντας την ιστορική μνήμη και προσθέτοντας το κτιριακό αυτό συγκρότημα στον αρχιτεκτονικό χάρτη της Ελλάδας.
Η έκταση των λιγνιτικών ορυχείων της Πτολεμαΐδας μεταβάλλεται διαρκώς και αυξάνεται ραγδαία, ακολουθώντας τις ενεργειακές απαιτήσεις και τις ανάγκες του ανθρώπου. Η ανάγκη σε ενέργεια οδήγησε με τον ίδιο τρόπο στη δημιουργία και ανάπτυξη των μεγάλων εκτάσεων των σταθμών ενέργειας και μαζί με τις ανάγκες της γραμμής παραγωγής της απέκτησαν τον δικό τους χαρακτήρα και τη δική τους τυπολογία ως αρχιτεκτονικοί τύποι. Ο Ατμοηλεκτρικός Σταθμός Πτολεμαΐδας, όντας το πρώτο εργοστάσιο της ΔΕΗ πανελλαδικά, χτίστηκε σταδιακά σε 4 φάσεις και διατήρησε το βασικότερο χαρακτηριστικό της τυπολογίας αυτού του κτιριακού τύπου, την τριμερή δομή (λεβητοστάσιο, κέντρο ελέγχου, μηχανοστάσιο). Αποτέλεσμα,έως και σήμερα, αυτών των χαρακτηριστικών του, είναι ένα σύνολο πολύ μεγάλων διαστάσεων, κάλυψης 14.893τ.μ, συνολικής επιφάνειας 67.160τ.μ. , μήκους 200μ., ελάχιστου ύψους 10μ. και μέγιστου 82μ., με πολλαπλά διαφορετικά επίπεδα εσωτερικά και εξωτερικά.
Η λιγνιτική λεκάνη της Πτολεμαΐδας αποτελεί τον ορισμό του διπόλου φύση- άνθρωπος σε πολλές κλίμακες. Η βασική διαφορά αυτών είναι ότι η φύση αποτελεί μια ποικιλόμορφη, αλλά συνεχή έκταση, ενώ τα ανθρωπογενή περιβάλλοντα, περίκλειστα σύνολα, τα οποία άλλες φορές συμμετέχουν σε αυτήν τη συνέχεια και άλλες τη διακόπτουν. Η λιγνιτική λεκάνη αποτελεί διακοπή της φύσης, ένα θραύσμα σε αυτήν, τόσο μεγάλο που έχει καταφέρει να αποτελέσει ένα ξεχωριστό τοπίο, να προσδώσει ένα μοναδικό αποτύπωμα στη περιοχή, μέσα στο οποίο οι μεγάλες εκτάσεις των σταθμών της ενέργειας αποτελούν τα επιμέρους θραύσματά του. Ο ΑΗΣ Πτολεμαΐδας είναι ένα από αυτά. Βρίσκεται στα όρια της λιγνιτικής λεκάνης και περιβάλλεται τόσο από από τα λιγνιτορυχεία, όσο και από το φυσικό τοπίο της περιοχής.
Η πρόταση διατηρεί την έννοια του διπόλου και χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία εννοιολογικών, προγραμματικών και σχεδιαστικών αντιθέσεων, επιθυμώντας να αντιστρέψει την κατάσταση. Έτσι, σε ένα αμιγώς βιομηχανικό και ορθοκανονικό περιβάλλον εισαγεται η φύση με μία νέα γραφή που αντλεί την έμπνευσή της και συνδυάζει τη γραμμικότητα του τοπίου με τα εμφατικά σχήματα που ο σταθμός προσέθεσε σταδιακά σε αυτό.
Η έκταση και το κτίσμα παραλαμβάνουν τη νέα χρήση και παράλληλα αποτελούν εκθέματα του εαυτού τους, απευθυνόμενα τόσο στα συνεργεία των παραγωγών, όσο και σε επισκέπτες. Η νέα γραφή και το φυσικό στοιχείο εισέρχονται στο κτίσμα και στον περιβάλλοντα χώρο του για να συνομιλήσουν με τον αυστηρό κάναβο και το βιομηχανικό περιβάλλον.Η τυπολογία του κτιρίου,τα χαρακτηριστικά της δομής του, οι ιδιαίτερες χωρικές ποιότητες του αλλά και οι χωρικές απαιτήσεις της νέας χρήσης βοηθούν στον ορισμό των λειτουργιών και στο διαχωρισμό των δύο ομάδων εσωτερικά αυτού. Το ‘πράσινο’ και η νέα γραφή αποτελούν τα νέα στοιχεία που προσδίδουν διαφορετικό χαρακτήρα στις δύο βασικές λειτουργίες του κτίσματος, διατηρώντας στη ζώνη των στούντιο τον χαρακτήρα ενός σύγχρονου χώρου «παραγωγής», ενώ στη ζώνη των επισκεπτών τον χαρακτήρα ενός σύγχρονου βιομηχανικού μνημείου.
Η νέα προσθήκη στο κτίσμα συμπληρώνει και αντιπαραβάλλεται την ίδια στιγμή. Εμπνέεται από την υπάρχουσα μορφή των σιλό που βρίσκονται εσωτερικά του σταθμού, αποτελεί το ανεστραμμένο σύνολο αυτών και ενοποιεί χωρικά και οπτικά τους χώρους των επισκεπτών. Η επανάληψη των παρόμοιων πρισματικών μονάδων που συνθέτουν τη γραμμική προσθήκη προβάλλει με σύγχρονο τρόπο τηναξία του βιομηχανικού μνημείου και την ιστορική του μνήμη, δημιουργώντας παράλληλα ένα νέο δυναμικό μέτωπο του συγκροτήματος προς τον αυτοκινητόδρομο, το οποίο θα μπορεί να λειτουργεί ως ένα νέο σημείο αναφοράς στο τοπίο.
Η παρούσα μελέτη σέβεται τη σημασία και την αξία του κτιριακού αυτού συγκροτήματος και μέσα από την επανάχρησή του, προτείνει μια κρίσιμη προσέγγιση για το μέλλον της αρχιτεκτονικής της ενέργειας.