Ο λάκκος με τις τρεις κρήνες

ARTICLES

06ΑΠΡ 2020
# TITLE: Ο λάκκος με τις τρεις κρήνες
# STUDENTS: Πασχαλίδου Ευαγγελία
# SUPERVISOR: Γουρδούκης Δημήτρης, Βεργόπουλος Σταύρος
# DATE: 2019
# COURSE: Διπλωματική Εργασία
# SCHOOL / DEPARTMENT: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πολυτεχνική Σχολή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών

« Ο λάκκος με τις τρεις κρήνες »

The Pit with the Three Fountains

40°3657N   22°5757E

 

«Στρέψε το μάτι σου ίσια μέσα και θα βρεις
χίλιες περιοχές στο μυαλό σου
που κανείς ακόμα δεν ανακάλυψε.»
 
(Thoreau 1999, 262). 

 

Ιούλιος 2019, Θεσσαλονίκη

 

Η υφιστάμενη συνθήκη ενός τμήματος ρέματος στο κέντρο της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε την αφετηρία της παρούσας διπλωματικής εργασίας, η οποία είχε ως στόχο τη μετατροπή του ρέματος από αστικό εμπόδιο σε χώρο αναψυχής και περιπλάνησης˙ την ανάδειξη αυτής της όασης πρασίνου που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Ο σχεδιασμός ξεκινά από την αστική κλίμακα, με το σχεδιασμό μεταβατικών περιοχών από το επίπεδο της πόλης στο ρέμα καθώς και τον σχεδιασμό κατασκευών μικρότερης κλίμακας στις όχθες του ρέματος. Οι αρχιτεκτονικοί χειρισμοί της πρότασης είχαν ως κύριο μέλημα το σεβασμό του φυσικού υποδοχέα, με στόχο την συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση τόσο της αρχιτεκτονικής όσο και του ανθρώπου με τη φύση. Ο επισκέπτης μέσω της αρχιτεκτονικής καλείται να επαναπροσδιορίσει το ρέμα ή «τον λάκκο» ως ένα ‘τοπίο’. Αφηγηματικό εργαλείο της ιδέας αποτελούν οι κρήνες, οι οποίες αποτελούν το μέσο της εννοιολογικής σύνδεσης της περιπλάνησης, προσδίδοντας παράλληλα χαρακτήρα στην περιοχή του ρέματος, τον «Λάκκο με τις τρεις κρήνες».

Αναλυτικότερα, η περιοχή επέμβασης βρίσκεται στο Ανατολικό τμήμα της πόλης της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή της Κάτω Τούμπας, και οριοθετείται από το ύψος της οδού Διογένους έως και την οδό Παπαναστασίου. Το ρέμα παραμένει ανοιχτό σε έκταση 300 μέτρων, μεταξύ της οδού Παπάφη και της οδού Θεαγένους Χαρίση. Το ορατό τμήμα του ρέματος γειτνιάζει με το διατηρητέο κτίριο του Εργοστασίου της Υφανέτ, γι’ αυτό είναι γνωστό ως «ρέμα Υφανέτ» ή ρέμα Κωνσταντινίδη. Κατά την Οθωμανική περίοδο η ονομασία του ήταν «üç çeşmesi deresi» το οποίο μεταφράζεται ως «ο λάκκος των τριών βρύσεων». Σήμερα αν και το ρέμα αντιμετωπίζεται ως ένα εμπόδιο της καθημερινότητας, ως πρόσφορο έδαφος παραβατικότητας και εστία μόλυνσης, δεν παύει να αποτελεί ένα ‘τοπίο’. Οι όχθες των ρεμάτων αρχίζουν να αντιμετωπίζονται ως «φύση» κατά το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα. Η φύση αρχίζει να θεωρείται ως «τοπίο» όταν παύει να αποτελεί ένα εμπόδιο κι ο άνθρωπος στρέφεται προς αυτή χωρίς πρακτικό σκοπό. Σύμφωνα με τον Simmel […] αποκαλούμε «φύση» όσα είναι ορατά σε ένα κομμάτι γης – ενδεχομένως και έργα ανθρώπινα, που όμως εναρμονίζονται με αυτή (Ritter κ.ά. 2004, 12).H προσοχή μεμονωμένων στοιχείων ή ταυτόχρονα όλων δεν αρκεί για να έχουμε τη συνείδηση ότι αντικρίζουμε ένα τοπίο. Το να βλέπει κανείς ως τοπίο ένα κομμάτι εδάφους, μαζί με ό,τι υπάρχει σε αυτό, σημαίνει να παρατηρεί αυτή τη φορά από τη δική του πλευρά, ένα απόσπασμα της φύσης ως ενότητα.Συνεπώς ως τοπίο δε θεωρείται μόνο το σύνολο των φυσικών και τεχνητών στοιχείων που το περιβάλλουν αλλά και ο τρόπος με τον οποίο το αντιλαμβάνεται και το βιώνει ο κάθε παρατηρητής.

Λαμβάνοντας υπόψιν τις θεωρίες για το τι είναι ‘τοπίο’, κατά την περιπλάνηση στο ρέμα έγινε προσπάθεια καταγραφής των στοιχείων που προσδίδουν τον χαρακτήρα του. Από την πυκνή βλάστηση ξεπροβάλλουν τεχνητά στοιχεία, ερείπια και θραύσματα προηγούμενων εποχών, τα οποία πλέον αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του ‘τοπίου’. Οι πεσμένοι φεγγίτες του εργοστασίου καλυμμένοι από κισσούς, ερείπια από καθίσματα και κατασκευές από τούβλα και βαριά υλικά γίνονται ένα με το τοπίο. Επιπλέον εντοπίστηκαν στοιχεία όπως ένα σιντριβάνι στον «κήπο του διευθυντή» καθώς και κρήνες σε διάφορα σημεία της διαδρομής, μια εκ των οποίων λειτουργεί και χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα. Τα τεχνητά αυτά στοιχεία καθώς και η ιστορική αναφορά της ονομασίας του ρέματος, ο ρόλος του κατά την περίοδο αυτή καθώς και ο εντοπισμός μεταγενέστερων κρήνεων, ερειπίων και μη, αποτέλεσε την κεντρική ιδέα του σχεδιασμού για τη δημιουργία ενός «ονειρικού τόπου».

Η αίσθηση του σημειακού που παράλληλα αποτελεί τμήμα μιας ολότητας, αποτέλεσε βασική αρχή της πρότασης. Ο Thoreauστο έργο του Waldenαναφέρει ότι κατά κάποιο τρόπο υπάρχει πάντα κάποιο ξέφωτο γνωστό μας, και που εμείς το μερώσαμε και το κερδίσαμε από τη Φύση (Thoreau 1999, 125). Στους διάφορους περιπάτους κατά την αναγνώριση, άρχισε να γίνεται ένας καθορισμός υποενοτήτων του ρέματος σύμφωνα με τα διαφορετικά χαρακτηριστικά τους. Σε κάθε μια από αυτές τις ενότητες δημιουργούνται τα ξέφωτα, ως οι μεταβάσεις από την πόλη στη φύση. Κάθε ένα ξέφωτο έχει διαφορετικό χαρακτήρα και χωρίς διακριτά όρια, λειτουργεί αυτόνομα και παράλληλα αποτελεί τμήμα ενός συνόλου, μιας ενότητας. Τα ξέφωτα λειτουργούν ως είσοδοι και έξοδοι, με τον περιπατητή να δέχεται μηνύματα και ενδείξεις για την προσπέλαση του στο ρέμα. Η έλλειψη αυστηρών ορίων και συγκεκριμένων διαδρομών, επιτρέπει στον περιπατητή να εξερευνήσει το τοπίο και να ορίσει ο ίδιος τα όρια. Στο ρέμα ο περιπατητής συναντά τις νέες αρχιτεκτονικές κατασκευές οι οποίες αναδύονται μέσα από την πυκνή βλάστηση. Οι κατασκευές αυτές μορφολογικά χαρακτηριστικά των αντικειμένων που εντοπίστηκαν στην περιοχή, αποτελώντας ένα είδος μεθερμηνείας. Οι βασικές κατηγορίες αυτών των κατασκευών είναι η μετάβαση, η παρατήρηση και η στάση, κατασκευές οι οποίες έχουν όσο το δυνατόν μικρότερο αποτύπωμα της ανθρώπινης παρέμβασης στο φυσικό τοπίο.

Καταλήγοντας, η πρόταση συνδέεται άρρηκτα με το υπάρχον τοπίο, αντλώντας αναφορές και χαρακτηριστικά για τη δημιουργία αρχιτεκτονικών σκηνικών για μια λυρική και πειραματική μεταχείριση του ίδιου τόπου με απώτερο στόχο την ανάδειξη του. Γίνεται προσπάθεια συνύπαρξης μεταξύ φύσης και αρχιτεκτονικής, με την τάση της φύσης να υπερκαλύψει το τεχνητό. Όπως σημειώνει ο Maeterlinck: «Αν βρίσκονται φυτά και άνθη αδέξια είτε άτυχα, αυτό δεν πάει να πει πώς δεν έχουν καθόλου φρόνηση και μυαλωσύνη. Όλα φιλοτιμούνται να ολοκληρώσουν το έργο τους˙ όλα έχουν τη λαμπρή φιλοδοξία να κατακαλύψουν και να κατακυριεύσουν τη γη, πολλαπλασιάζοντας στο άπειρο πάνω στην επιφάνεια της, τη μορφή ζωής που αντιπροσωπεύουν» (Maeterlinck 1977, 7). Οι αρχιτεκτονικές κατασκευές εν δυνάμει θα καλυφθούν από την τοπική βλάστηση και θα αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο ενός δυναμικού τοπίου. Η προσέγγιση εμφανίζει έντονα το φαντασιακό στοιχείο, παρουσιάζοντας μια ιδανική κατάσταση της πραγματικότητας. Τα όρια μεταξύ πραγματικού και φαντασιακού χάνονται και ο περιπατητής κατά την περιπλάνηση του επαναπροσδιορίζει το περιβάλλον γύρω του, με τις αρχιτεκτονικές κατασκευές να αφυπνίζουν τις αισθήσεις του, προσφέροντας ψυχική ανάπαυση κατά τη συνεχή διαδικασία αποτύπωσης ενός ‘τοπίου’ μέσω του βλέμματός του που το καθιστά μοναδικό.

 

Βιβλιογραφία

Colonna, Francesco, και Joscelyn Godwin. 2005. Hypnerotomachia Poliphili: The Strife of Love in a Dream. London: Thames & Hudson.

Frédéric, Gros. 2015. Περπατώντας. Αθήνα: Ποταμός.

Maeterlinck, Maurice. 1977. Η νοημοσύνη των φυτών /. Εκδόσεις Χατζηνικολή,.

Ritter, Joachim κ.ά. 2004. Το τοπίο. Αθήνα: Ποταμός.

Thoreau, Henry - David. 1999. Ουώλντεν. ΔΙΕΘΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ.