Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στο Συγκρότημα κτιρίων επί της οδού Πατησίων, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Η κεντρική ιδέα που οδήγησε στην χειρονομία αυτήν,ήταν η ανάγκη για ενίσχυση της επικοινωνίας των κτηρίων Μπουμπουλίνα,Τοσίτσα,Γκίνη και Αβέρωφ δημιουργώντας μια διόροφη κατασκευή 55x3,50 μ. παράλληλη στο κτήριο Μπουμπουλίνα σε απόσταση από αυτό 24,5μ. οπου συνδέονται με γέφυρα στον 4ο όροφο αυτού. Σημείο αναφοράς της παρέμβασης μας είναι ο εκθεσιακός χώρος που βρίσκεται στην δεύτερη στάθμη αυτής , ενώ στην πρώτη έχουμε χώρο σχεδίασης . Παρόλα αυτά το περιβάλλον αυτό μας δημιουργεί την επιθυμία μιας κατασκευής που όχι μόνο να μπορεί να λειτουργεί σαν χώρος έκθεσης αλλά να είναι και ο ίδιος ένα έκθεμα . Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της οπτικής αίσθησης που περικλύει τον άνθρωπο σε οποιοδήποτε σημείο της κατασκευής και αν σταθεί αφού το διάτρητο φιλτράρει το ανατολικό φως δημιουργώντας έτσι ένα παιχνίδι σκιών και αντανακλάσεων στο εσωτερικό της κατασκευής αλλά και τις οπτικές φυγές που δημιουργούνται όταν βρίσκεται στην γέφυρα . Η παρέμβαση στηρίζεται σε 5 υποστυλώματα και στην στατική ικανότητα του ανελκυστήρα ύψους 14,5μ. αποτρέποντας έτσι την επιβάρυνση των περιμετρικων κτηρίων κάνοντας το έτσι να λειτουργεί και αυτόνομα .
Είσοδος στην κατασκευή πραγματοποιείται μέσω του ανελκυστήρα της ή του κλιμακοστάσιου του κτηρίου Μπουμπουλίνα που στον 4ο όροφο του επικοινωνούν με γέφυρα . Μέσω της γέφυρας αυτής ενισχύεται η οπτική επικοινωνία .
Στην περίπτωση του σιδηροδρομικού σταθμού Λαρίσης, πέρα από τις αυξημένες και πολύπλοκες λειτουργικές ανάγκες που έρχεται να καλύψει, ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοποθεσία του. Στο αρχικό σχέδιο της πόλης τοποθετείται στην περιφέρεια αυτής. Καθώς η πόλη επεκτείνεται, ο σταθμός καλείται να ενσωματωθεί με την πόλη και να εξυπηρετήσει επιπρόσθετες ανάγκες. Αντί αυτού, αυτό που ως πρόθεση συνέβαλε στην ανάπτυξη της πόλης λειτούργησε σταδιακά ως ένα εμπόδιο, ένας περιορισμός για τον αστικό σχεδιασμό. Η υπάρχουσα χάραξη των σιδηροδρομικών γραμμών και η έλλειψη περασμάτων δημιουργούν ένα ισχυρό όριο ανάμεσα στις δύο πλευρές του σταθμού. Η ρήξη της συνέχειας του αστικού ιστού, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία υποπεριοχών με δυσκολία επικοινωνίας μεταξύ τους, απομακρύνοντας έτσι και τους ίδιους τους χρήστες. Η κοινωνική και πολιτιστική αλληλεπίδραση μεταξύ των χρηστών μπορεί να παραχθεί μέσω ενός χώρου διεμπλοκής.
Επιχειρείται, λοιπόν, η σύνδεση των δύο περιοχών μέσω του ίδιου του κτιρίου. Ύστερα από μελέτη και παρατήρηση της περιοχής, σημειώνονται τα σημεία που λειτουργούν ως κόμβοι διέλευσης και με βάση αυτά γίνεται προσπάθεια ενεργοποίησης του οικοπέδου με τη δημιουργία ενός δικτύου σχέσεων και διαδρομών. Τα βήματα της σχεδιαστικής λογικής είναι τα εξής:
a)η περιοχή παρέμβασης προσεγγίζεται ως ένα σύστημα ροών και συνδέσεων.
β)εκεί όπου τα διαφορετικά συστήματα συγκρούονται μεταξύ τους, δημιουργούν κόμβους ανταλλαγής πληροφορίας, ενέργειας.
γ)καθώς το δίκτυο διαμορφώνεται, δημιουργούνται επίπεδα που επιτρέπουν την ευελιξία και προσελκύουν κάθε είδους λειτουργίες.
δ)η σχεδιαστική διαδικασία δεν εστιάζει στο γεγονός ότι ένα επίπεδο τοποθετείται πάνω στο άλλο,
αλλά στην κατάσταση ροής που προκύπτει από την διασταύρωση πολλαπλών στοιχείων.
ε)οι κόμβοι που δημιουργούνται ενεργοποιούν την περιοχή παρέμβασης και λειτουργούν ως αρθρώσεις κοινωνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
στ)οι όγκοι και οι επίφάνειες δεν εκφράζονται ως συμπαγή επίπεδα, αλλά ως ένα σύμπλεγμα γραμμών και σημείων, μία συν(+)άθροιση στοιχείων.
Η παρούσα εργασία αφορά στον σχεδιασμό ενός μουσείου με θέμα την κινούμενη εικόνα. Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στα όρια της ιστορικής πόλης των Χανίων και στην ζώνη των ενετικών οχυρώσεων. Ο χώρος μελέτης «σβήνει» ή γεννιέται στη σχέση του με τα όρια του αστικού ιστού στα δυτικά και ορθώνεται στην επαφή του με το ενετικό τείχος στα ανατολικά. Πρόκειται για ένα σημείο διεπαφής της ενετικής πόλης των Χανίων με την αραβική πόλη του Κουμ Καπί, που δημιουργεί χωρικά ιεραρχημένες αλλά εννοιολογικά ασταθείς καταστάσεις. Έχει σαφή δομικά όρια, τον προμαχώνα στα ανατολικά και τα νεώρια στον βορρά, και εμπεριέχει δυνατότητες δυναμικής διαστρωμάτωσης.
Κεντρικη ιδέα είναι η δημιουργία μιας πορείας βιωματικού χαρακτήρα, μέσω της οποίας θα εντείνονται οι αισθήσεις και θα διευρύνεται η διανοητική εμπειρία των επισκεπτών. Έτσι, εισαγάγεται στη συνθετική διαδικασία η έννοια «λαγούμι» και μεταφράζεται ως γραμμικός εκθεσιακός χώρος, μια διαδρομή ενεργοποίησης του φαντασιακού. Ένα «χειραφετημένο λαγούμι» με αφετηρία το foyer στο εσωτερικό της γης, κατά την ανάδυση του, εγκαταλείπει το αστικό πρανές και μετατρέπεται σε τεθλασμένο γραμμικό γλυπτό αστικού χαρακτήρα αλλά και υλικό όριο των χώρων επί του πρανούς. Μεταξύ των δύο δομικά όμοιων αλλά εννοιολογικά ανόμοιων χώρων, δημιουργείται η ανάγκη επικοινωνίας μέσω κάθετων οπτικών ενοποιήσεων, έτσι ώστε ο ένας να ενεργοποιεί και να εδραιώνει τον άλλο.
Οι κύριες συνθετικές χαράξεις των προσβάσεων στο χώρο μελέτης προέρχονται από τους διαφορετικούς γειτονικούς κόσμους: τον ενετικό και τον αραβικό. Η πρώτη διατηρεί μια παράλληλη πορεία με όριο των νεωρίων και του τείχους και η δεύτερη, διερχόμενη μέσα από υπαίθριους και ημιυπαίθριους χώρους, συναντά την πρώτη στον χώρο του foyer. Από το σημείο αυτό ξεκινάει ο εκθεσιακός χώρος, που επηρεάζει και επηρεάζεται στην σχέση του με τις επί μέρους λειτουργίες του μουσείου, οι οποίες διαρθρώνονται γύρω του. Οι εκπαιδευτικές λειτουργίες, όπως οι χώροι των σεμιναρίων, της βιβλιοθήκης και του auditorium επικοινωνούν μέσω μιας (ημι)υπαίθριας αυλής, στην οποία εκτονώνεται και ο χώρος του foyer.
Με την τοποθέτηση των λειτουργιών του μουσείου σε κατώτερο επίπεδο από αυτό της πόλης, προσφέρεται σε προέκταση αυτής μια αστική πλατεία, που συνδέει τον αστικό ιστό με τον προμαχώνα. Η δυνατότητα περιπάτου στο δώμα του αστικού γλυπτού καθιστά, εξάλλου, δυνατή τη θέα προς το Κρητικό πέλαγος και τη πόλη των Χανίων ταυτόχρονα.
Η αρχιτεκτονική μελέτη επικεντρώνεται στην αιχμή των οδών Σταδίου και Αιόλου. Όπως έχει ήδη αναφερθεί στη συμβολή των δύο οδών παλαιότερα βρισκόταν το πολυκατάστημα «ΚΑΤΡΑΝΤΖΟΣΠΟΡ», το οποίο έπειτα από εμπρηστική ενέργεια το 1980 καταστράφηκε ολοσχερώς αφήνοντας άλλο ένα κατάλοιπο στον ελληνικό αστικό ιστό και η κατάστασή του παραμένει αμετάβλητη έως σήμερα παρά τις προσπάθειες-προτάσεις επανένταξής του σε αυτόν.
Πρόκειται για σημείο αναφοράς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας δημιουργώντας ένα όριο ανάμεσα στο ιστορικό της κέντρο και τις ευρύτερες περιοχές του. Παράλληλα αποτελεί την απόληξη ενός οικοδομικού τετραγώνου θέτοντας προβληματισμούς για την αντιμετώπισή του , τόσο ως προς την αυστηρότητα των δομών που διέπουν την περιοχή (μέτωπο Σταδίου και Αιόλου), όσο και ως προς τις χρήσεις και το χαρακτήρα του απέναντι στην πόλη.
Λόγω της περίοπτης θέσης του οικοπέδου και του Ν.Ο.Κ. αρχικός στόχος της συνθετικής μας μελέτης ήταν η τοποθέτηση του κτιριακού όγκου στο πίσω τμήμα του οικοπέδου για τη διατήρηση των οπτικών φυγών προς και από αυτό (οδοί : Σταδίου, Αιόλου, Εμ.Μπενάκη και Λυκούργου) και η ανάπτυξή του καθ’ ύψος. Επιπλέον κύρια πρόθεσή μας αποτέλεσε η διαμπερότητα και η κίνηση στο ισόγειο (σύνδεση οδού Λυκούργου με οδό Εμ.Μπενάκη, σύνδεση και συνέχεια παρόδιων στοών των οδών Σταδίου και Αιόλου) καθώς και η διατήρηση της οπτικής στα όμορα κτίρια μέσω της «διαφάνειας» της συνθετικής πρότασης.
Η διπλωματική εργασία αφορά τη δημιουργία ενός κέντρου πολιτισμού στην Ιεράπετρα, με έμφαση στις μουσικοθεατρικές δραστηριότητες.
Η σκέψη για το συγκεκριμένο θέμα ξεκίνησε με αφορμή όλες τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται ετησίως στην Ιεράπετρα. Η πόλη κάθε χρόνο διοργανώνει το Πανελλήνιο Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου. Επιπλέον, διαθέτει έξι θεατρικούς συλλόγους – ομάδες, οι οποίοι φιλοξενούνται σε χώρους – ακομά και στις ιδιωτικές κατοικίες – των μελών τους λόγω έλλειψης δικών τους εγκαταστάσεων.
Η δημιουργία του κέντρου αυτού, σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό των θεατρικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται ετησίως στην πόλη, θα προσφέρει ένα πυρήνα πολιτισμού στην περιοχή που θα ενισχύσει την τουριστική και οικονομική δραστηριότητα.