Μπορεί η άυλη εμπειρία να αποκτήσει υλική υπόσταση; Μπορεί ο χώρος του «τίποτα» να οριστεί ως αρχιτεκτονικός χώρος;
Η διπλωματική αυτή εργασία προσπαθεί να προτείνει τη δημιουργία ενός χώρου που είναι κάτι παραπάνω από μόνο ένα κτίριο. Πρόθεση ήτανε να δημιουργηθεί ένας χώρος ο οποίος θα προσφέρει στο κοινό μια εναλλακτική εμπειρία αλλά κι έναν νέο τρόπο πρόσβασης στην εμπειρία αυτή. Περισσότερο ανοιχτό και αυθόρμητο, και λιγότερο ιεραρχικό.Μια πλατφόρμα πειραματισμού με εναλλακτικές πρακτικές.
Εισάγεται ένας νέος όγκος. Το τοπίο αλλάζει. Το τοπίο βρίσκεται σε συνεχή ανανέωση. Το αόρατο εμφανίζεται. Ο χώρος μεταβάλλεται και η αντίληψή μας για το περιβάλλον μετασχηματίζεται. Οι οπτικές μας αντιλήψεις αμφισβητούνται. Οι βεβαιότητες ξεθωριάζουν, η φαντασία μας προκαλείται.
Ο τόπος είναι ακόμα ο ίδιος, αν και οδηγεί σε μια νέα κατανόηση του περιβάλλοντός μας. Αλλάζοντας την αντίληψή μας, αμφισβητούμε την αίσθηση του τόπου. Η μεταβαλλόμενη όραση μας τον μεταμορφώνει σε ένα νέο χώρο, συνδυάζοντας τις αναμνήσεις μας με φανταστικές επανεφευρέσεις.
Ένας χώρος για να στεγάσει το «τίποτα» και τα πάντα.
Ένας τόπος. Υπάρχων ή όχι. Αυτό θα είναι το πλαίσιο για έναν «άλλον» πειραματικό χώρο, σε αντίθεση με την ισχύουσα νόρμα. Μια τρίτη περιοχή ανάμεσα στην παραδοσιακή διχοτόμηση της μορφής και του περιεχομένου. Αυτός ο χώρος του «τίποτα» μπορεί να αναγνωσθεί ως σύνθετος, προκλητικός και πολύπλευρος.
Υπό το πρίσμα αυτό, ρωτάμε αν είναι δυνατόν να χρησιμοποιούμε το «τίποτα», όχι ως πεδίο δοκιμών για την τεχνολογία, αλλά για πειράματα που διερευνούν τα φαινόμενα που συνδέονται με την αρχιτεκτονική εμπειρία.
O στοχασμός μας κατευθύνεται προς το φαινομενολογικό δυναμικό της απουσίας, της παρουσίας και της τοποθέτησης και σχολιασμού της φύσης του χώρου, εξετάζοντας ένα χώρο πειραματισμού που προκαλεί τις υπάρχουσες μορφές.
«Κενοί» χώροι με δυνατότητα πειραματικής κατοχής. Ζητήματα προγράμματος, γεγονότα, χωρικές ιεραρχίες και μια ολόκληρη σειρά φυσικών και μεταφυσικών φαινομένων. Επομένως, η εστίασή μας είναι στην παραγωγή και στην αλληλεπίδραση μεταξύ του «κάτι» και του «τίποτα», του δυναμικού και στατικού, του σκότους και του φωτός.
Ένας χώρος που μπορεί να είναι οικείος ή μεγαλειώδης, είναι το άμορφο πεδίο που επιτρέπει στα πράγματα να ζουν ή να κινούνται, καθώς και ο ενδιάμεσος χώρος ή το κενό που περιέχεται. Ένας χώρος που υποδηλώνει τόσο την απουσία όσο και την παρουσία, και είναι μια διαδικασία που περιλαμβάνει την άρνηση - προς το τίποτα, το μηδέν, την εντροπία, τη διαγραφή, την tabularasa.
Οι ιδιότητες του «άυλου», του «τίποτα», του «κενού», υπήρξαν βασικά συστατικά μέσα στους προτεινόμενους χώρους - όπου το απτό συνυπάρχει με το άυλο, το μετρήσιμο με το ανυπολόγιστο.
Το pavilion εναπόκειται στο «τίποτα» και την «κενότητα» του.
Είναι το αποτέλεσμα του «τίποτα»: κανένα πρόγραμμα, καμία λειτουργική απαίτηση, κανένας ορισμός μεγέθους, καμία συγκεκριμένη τοποθεσία ή δημόσιες ροές κίνησης.
Το έργο στοχεύει στη δημιουργία μιας αρχιτεκτονικής των αισθήσεων. Δημιουργείται ένα θέαμα για τις αισθήσεις, το οποίο λαμβάνει υπόψη την εμπειρία και τα συναισθήματα, τη μνήμη και την κατοχή του χώρου. Ένας λαβύρινθος ερωτήσεων που προκαλεί ένα αίσθημα απώλειας και ανικανότητας εξάντλησης των δυνατοτήτων για συνδέσεις και νόημα, όπου οι χρήστες πρέπει να βασίζονται σε όλες τις αισθήσεις τους.
Δεν έχει πλέον κέντρο, αλλά ούτε περιφέρειες: είναι μια ριζωματική δομή. Δεν υπάρχουν δομικά σημεία ή θέσεις. Δημιουργείται ένας χώρος χωρίς καθορισμένη διαδρομή μέσα από «αίθουσες», που επιλέγονται σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάθε επισκέπτη, χωρισμένες τυχαία μεταξύ διαφορετικών εκδηλώσεων.
Οι «αίθουσες» έχουνε επιλεγεί σκόπιμα, αν και δεν ελέγχουν τη σειρά με την οποία ο επισκέπτης αλληλεπιδρά με αυτές.
Ο χρήστης είναι περισσότερο από ένα μάτι: είναι αυτί, έχει χέρια, κλπ. Ο χρήστης είναι ένα κινούμενο σώμα του οποίου το ταξίδι είναι βιωματικό και όχι μορφοποιητικό. Ο χρήστης είναι ένα υποκείμενο που κινείται μέσα στο χάος και όχι μέσα σε ένα ταξινομημένο σύνολο.
Ο νους περιορίζεται κατά κάποιον τρόπο από την πλήρη κατανόηση. Η ερειπωμένη και φαινομενικά ατελής ποιότητα της αρχιτεκτονικής δίνει στο νου περισσότερες ευκαιρίες για υποθέσεις και εικασίες. Οι μορφές δεν είναι υποχρεωτικά προδιαγεγραμμένες, μάλλον οι ένοικοι φέρνουν μια χρήση στο χώρο. Όταν δεν χρησιμοποιούνται, τα αντικείμενα βρίσκονται ως αδρανή ερείπια, υποδηλώνοντας τις δυνατότητές τους για κατοχή.
Τέλος ο επισκέπτης αμφισβητείται από το ίδιο το pavilion, με το ερώτημα: Είμαι ο κύριος του μυαλού και του περιβάλλοντος μου;