Πράττοντας το Καθημερινό - Σύνοψη
Η ιδέα της παρούσας διπλωματικής εργασίας προέκυψε μέσα από μια διάθεση να αναστοχαστούμε πάνω στην υπάρχουσα αρχιτεκτονική πρακτική και με πρόθεση να επανανοηματοδοτήσουμε τη λεγόμενη αρχιτεκτονική σχεδιαστική διαδικασία. Αρνούμενοι τόσο τον ακαδημαϊσμό του πανεπιστημίου όσο και το σύστημα της κοινωνίας, τοποθετούμε τους εαυτούς μας ως ετερότητες ανάμεσα στο πλήθος, όπου αναζητούμε τη συνάντηση με τους Άλλους. Επαναπροσδιορίζοντας την αρχιτεκτονική διαδικασία επανανοηματοδοτούμε το δίπτυχο της ανάλυσης - σύνθεσης μέσα από τις έννοιες της περιπλάνησης και της κατοίκησης, όπως τις δανειστήκαμε τόσο από τους καταστασιακούς όσο και από τους καλλιτέχνες του δρόμου και τους πολεοδόμους της εξέγερσης.
Αρχικά, επιχειρώντας να προσεγγίσουμε εννοιολογικά τη διαδικασία,
δομήσαμε ένα θεωρητικό σχήμα που διακρίνεται σε τρία μέρη:
1ο: Εαυτός
Υποκείμενο
2ο: Άλλοι
1η: Περιπλάνηση
Πράξη
2η: Κατοίκηση
1ο: Γραφή
Αντικείμενο
2ο: Έργο
Πράξη 1η
Θεωρώντας το κέντρο της πόλης κατεξοχήν πεδίο συναντήσεων και συγκρούσεων, πραγματοποιήσαμε δυο περιπλανήσεις στο κέντρο της πόλης μας, αναζητώντας κενούς - ανοίκειους χώρους (ακατοίκητα κτίσματα, ακάλυπτους χώρους, άκτιστα οικόπεδα, ταράτσες, αδιέξοδους δρόμους, εργοτάξια) και παρατηρώντας σημάδια οικειοποίησης/περίφραξης (υποκείμενα, ίχνη, πατίνα, υπόλοιπο, όρια). Επιχειρήσαμε να επανανακαλύψουμε την πόλη όπου κατοικούμε από την οπτική γωνία ενός παρατηρητή, περιπλανώμενοι στους δρόμους ανάμεσα στο πλήθος. Έπειτα, μέσα από ορισμένες πειραματικές μεθόδους, συγκρίναμε 4 κενούς - ανοίκειους χώρους σε διαφορετικές περιοχές της πόλης με σκοπό να εξετάσουμε τις δυνατότητες μιας πιθανής παρέμβασης και εντέλει επιλέξαμε τον ακάλυπτο της οδού Αγίας Σοφίας, 82Β.
Ο χώρος αυτός περιβάλλεται από μεγάλες πολυκατοικίες και περιέχει στη μέση ένα μικρό ερειπωμένο σπίτι κι ένα άκτιστο οικόπεδο. Στην πραγματικότητα, το οικόπεδο αυτό είναι το απομεινάρι της κατεδάφισης ενός άλλου σπιτιού που μοιραζόταν έναν κοινό τοίχο με το πρώτο. Τώρα και οι δύο χώροι παραμένουν εγκαταλελειμμένοι. Στην περιοχή του δρόμου της Αγίας Σοφίας αναγνωρίσαμε μια ιδιόρρυθμη κατάσταση, όπου η κρατική παρέμβαση φθίνει, ενώ ταυτόχρονα απουσιάζει και η αυτοκατασκευή. Παράλληλα, η κατανάλωση και η κατοίκηση του χώρου συνυπάρχουν δημιουργώντας ένα εξαρθρωμένο τοπίο. Ο εξαρθρωμένος χώρος αυτής της γειτονιάς και η αδράνεια των κατοίκων της θεωρούμε ότι αναδεικνύουν την αναγκαιότητα ενός μετασχηματισμού, και την δυναμική μιας παρέμβασης στα πλαίσια της δικής μας πρακτικής.
Πράξη 1η ½
Ανάμεσα στην πράξη της περιπλάνησης και στην πράξη της κατοίκησης, μεσολάβησε και η πράξη της συλλογής πρώτης ύλης, χωρίς την οποία η επιτελούμενη εγκατάσταση δε θα ήταν ποτέ εφικτή. Αποφασίσαμε να μην προμηθευτούμε υλικά από την αγορά, αλλά να συλλέξουμε πεταμένα αντικείμενα από τους δρόμους της πόλης και να τα επαναχρησιμοποιήσουμε. Τελικά, επιλέξαμε ως πρώτη ύλη τα ξύλινα παντζούρια και παραθυρόφυλλα που «φτύνουν» τα σύγχρονα κτίρια στους δρόμους.
Πράξη 2η
Στη συνέχεια, μέσα από μια πράξη κατοίκησης, δρώντας μοναχικά, στα χνάρια του γκραφιτά, επιχειρήσαμε να πραγματοποιήσουμε ένα αρχιτεκτονικό συμβάν. Ωστόσο, η κυριολεκτική μεταφορά της πρακτικής της τέχνης του δρόμου στην περίπτωσή μας είναι ανέφικτη, εφόσον η (άμεση ή έμμεση) επικοινωνία με τους κατοίκους της γειτονιάς είναι αναπόφευκτη. Ταυτόχρονα, η πραγματική εμπλοκή των κατοίκων στο έργο μοιάζει δύσκολη στο βαθμό που η τοπική κοινωνία είναι ανέτοιμη να αυτοοργανωθεί γύρω από τέτοια εγχειρήματα. Παίζοντας με τι λέξεις επιτέλεση (performance) και εγκατάσταση (installation), ονομάσαμε αυτό το αρχιτεκτονικό συμβάν `επιτελούμενη εγκατάσταση`. Η παρέμβασή μας σκοπεύει να αποτελέσει ένα βήμα προς την οικειοποίηση του χώρου και να δημιουργήσει μια στιγμή εξαίρεσης στην καθημερινή ζωή της γειτονιάς, η οποία οικοδομεί την δυνητική ολική αλλαγή της πόλης και της κοινωνίας.
Κατά τον σχεδιασμό της εγκατάστασης, διατηρήσαμε (από φυσική σκοπιά) την πρωταρχική δομή του υλικού μας, δηλαδή την 180ο περιστροφή γύρω από έναν κατακόρυφο άξονα, αλλά καταργήσαμε (από κοινωνική σκοπιά) την χρήση του, δηλαδή την σύνδεση ή τον διαχωρισμό ενός «μέσα» και ενός «έξω». Επιπλέον, αποκολλήσαμε τα στοιχεία αυτά από τις πολυκατοικίες και τα μεταφέραμε διάσπαρτα στον υπαίθριο χώρο, αμφισβητώντας την αξία της ιδιωτικότητας και διαμορφώνοντας εν δυνάμει προσωπικούς και συλλογικούς χώρους στον κοινό χώρο του ακαλύπτου. Διατάξαμε τα στοιχεία μας στα χνάρια του κατεδαφισμένου κτίσματος, επιχειρώντας να προκαλέσουμε την ανάμνηση μιας κατάστασης του χώρου από το παρελθόν, να επιτρέψουμε ένα προσωπικό ή/και συλλογικό παιχνίδι διαμόρφωσης του χώρου στο μέλλον και φυσικά, να δημιουργήσουμε έναν καθημερινό χώρο εν δυνάμει συνάντησης και επικοινωνίας στο παρόν.
Μιλώντας με γείτονες, περαστικούς και φίλους, αισθανθήκαμε ότι ο περισσότερος κόσμος εκτίμησε το έργο μας, αλλά από την άλλη πλευρά, περνώντας αρκετές ώρες μέσα στην εγκατάσταση και εμείς οι ίδιοι, παρατηρήσαμε ότι ο κόσμος δίσταζε να οικειοποιηθεί το χώρο. Η καθημερινότητα πάντα αποσπά τους ανθρώπους από τέτοια εγχειρήματα. Επιπλέον, στις μέρες μας, η φτώχεια του πληθυσμού σε αυτή την περιοχή της πόλης καθιστά αυτά τα εγχειρήματα δευτερεύοντα στις προτεραιότητες του. Ωστόσο, αυτή η πράξη σίγουρα κινητοποίησε τους κατοίκους να ξανασκεφτούν τον κοινό χώρο, ανοίγοντας το δρόμο για επόμενα πιθανά εγχειρήματα.
Όπως και να `χει, το έργο μας δεν προοριζόταν ποτέ να γίνει τέλειο. Είναι απλώς ένα κομμάτι μιας συνεχούς προσπάθειας για την αλλαγή της πόλης και της κοινωνίας που βασίζεται αναπόφευκτα στη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους. Η επιτελούμενη εγκατάσταση ανήκει πλέον στο παρελθόν, αλλά υποθέτουμε ότι παραμένει ζωντανή στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της πόλης. Σίγουρα παραμένει ανοιχτή ως μια διαδικασία επανοικειοποίησης των κενών - ανοίκειων χώρων της σύγχρονης πόλης μέσα από το πράττειν στην καθημερινή ζωή. Ανυπομονούμε τώρα να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας σε έναν άλλον τόπο, σε οποιαδήποτε πόλη ή χώρα.