Η παρούσα εργασία αφορά στον σχεδιασμό ενός μουσείου με θέμα την κινούμενη εικόνα. Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στα όρια της ιστορικής πόλης των Χανίων και στην ζώνη των ενετικών οχυρώσεων. Ο χώρος μελέτης «σβήνει» ή γεννιέται στη σχέση του με τα όρια του αστικού ιστού στα δυτικά και ορθώνεται στην επαφή του με το ενετικό τείχος στα ανατολικά. Πρόκειται για ένα σημείο διεπαφής της ενετικής πόλης των Χανίων με την αραβική πόλη του Κουμ Καπί, που δημιουργεί χωρικά ιεραρχημένες αλλά εννοιολογικά ασταθείς καταστάσεις. Έχει σαφή δομικά όρια, τον προμαχώνα στα ανατολικά και τα νεώρια στον βορρά, και εμπεριέχει δυνατότητες δυναμικής διαστρωμάτωσης.
Κεντρικη ιδέα είναι η δημιουργία μιας πορείας βιωματικού χαρακτήρα, μέσω της οποίας θα εντείνονται οι αισθήσεις και θα διευρύνεται η διανοητική εμπειρία των επισκεπτών. Έτσι, εισαγάγεται στη συνθετική διαδικασία η έννοια «λαγούμι» και μεταφράζεται ως γραμμικός εκθεσιακός χώρος, μια διαδρομή ενεργοποίησης του φαντασιακού. Ένα «χειραφετημένο λαγούμι» με αφετηρία το foyer στο εσωτερικό της γης, κατά την ανάδυση του, εγκαταλείπει το αστικό πρανές και μετατρέπεται σε τεθλασμένο γραμμικό γλυπτό αστικού χαρακτήρα αλλά και υλικό όριο των χώρων επί του πρανούς. Μεταξύ των δύο δομικά όμοιων αλλά εννοιολογικά ανόμοιων χώρων, δημιουργείται η ανάγκη επικοινωνίας μέσω κάθετων οπτικών ενοποιήσεων, έτσι ώστε ο ένας να ενεργοποιεί και να εδραιώνει τον άλλο.
Οι κύριες συνθετικές χαράξεις των προσβάσεων στο χώρο μελέτης προέρχονται από τους διαφορετικούς γειτονικούς κόσμους: τον ενετικό και τον αραβικό. Η πρώτη διατηρεί μια παράλληλη πορεία με όριο των νεωρίων και του τείχους και η δεύτερη, διερχόμενη μέσα από υπαίθριους και ημιυπαίθριους χώρους, συναντά την πρώτη στον χώρο του foyer. Από το σημείο αυτό ξεκινάει ο εκθεσιακός χώρος, που επηρεάζει και επηρεάζεται στην σχέση του με τις επί μέρους λειτουργίες του μουσείου, οι οποίες διαρθρώνονται γύρω του. Οι εκπαιδευτικές λειτουργίες, όπως οι χώροι των σεμιναρίων, της βιβλιοθήκης και του auditorium επικοινωνούν μέσω μιας (ημι)υπαίθριας αυλής, στην οποία εκτονώνεται και ο χώρος του foyer.
Με την τοποθέτηση των λειτουργιών του μουσείου σε κατώτερο επίπεδο από αυτό της πόλης, προσφέρεται σε προέκταση αυτής μια αστική πλατεία, που συνδέει τον αστικό ιστό με τον προμαχώνα. Η δυνατότητα περιπάτου στο δώμα του αστικού γλυπτού καθιστά, εξάλλου, δυνατή τη θέα προς το Κρητικό πέλαγος και τη πόλη των Χανίων ταυτόχρονα.