Η Στεφανία Ορφανίδου γεννήθηκε το 1989 στην Καβάλα. Είναι αρχιτέκτονας και φωτογράφος. Είναι ιδρύτρια του αρχιτεκτονικού γραφείου Chora Atelier με έδρα την Αθήνα και τα Χανιά.
1. Πες μας λίγα λόγια για το αρχιτεκτονικό σου υπόβαθρο;
Σπούδασα αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στην αρχή της κρίσης.Έζησα έντονη φοιτητική ζωή, με πολλαπλές ενασχολήσεις, συμμετοχή στη φωτογραφική ομάδα της σχολής μου και αργότερα παράλληλες σπουδές στη φωτογραφική σχολή Στερέωση, εκπομπές μουσικές και ενημερωτικές στο ραδιοφωνικό σταθμό 1431AMπου εκπέμπει ακόμη μέσα από το Πολυτεχνείο, συμμετοχή σε συνελεύσεις της σχολής για τη βελτίωση της ποιότητας των σπουδών μας, και μια ευρεία συμμετοχή στα κοινά. Είμαι ευγνώμων για το ευρύ πεδίο γνώσεων που έλαβα μέσα στο πλαίσιο των σπουδών, και τυχερή που πρόλαβα να βιώσω τη ζωντάνια της σχολής και των φοιτητών, πριν αρχίσουν οι συνταξιοδοτήσεις των καθηγητών που δεν αναπληρώνονταν με νέους και οι περικοπές στα κονδύλια, οδηγώντας σε σοβαρές ελλείψεις στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Το 2011 έζησα για ένα εξάμηνο στην Μαδρίτη, όπου βρέθηκα με υποτροφία με το πρόγραμμα Erasmusστη σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Complutense. Εκεί, παρακολούθησα εργαστήρια φωτογραφίας, σκηνογραφίας και οπτικοακουστικών μέσων και επικεντρώθηκα στην εκμάθηση της ισπανικής γλώσσας. Ο ελεύθερος χρόνος που ξαφνικά είχα στη διάθεσή μου, μια παλιά φωτογραφική μηχανή που ήταν προέκταση του σώματός μου και η πλούσια πολιτιστική δραστηριότητα της πόλης, μετέπειτα μου άνοιξαν το δρόμο προς μια πιο ουσιαστική ενασχόληση με τη φωτογραφία και τα εικαστικά.
Το καλοκαίρι του 2013, εν μέσω των σπουδών, μετακόμισα στο Rotterdamγια πρακτική άσκηση στους MAXWANArchitects& Urbanists, ένα μεσαίου μεγέθους πολυπολιτισμικό γραφείο που ασχολούνταν, κυρίως, με τον αστικό σχεδιασμό και την αρχιτεκτονική τοπίου. Η σύντομη παραμονή μου εκεί ήταν ένα σπουδαίο μάθημα συνεργατικής δουλειάς σε έργα μεγάλης κλίμακας, όπως το ZaryadyePark, η μελέτη ανάπλασης ενός τεράστιου πάρκου με αίθουσα φιλαρμονικής, δίπλα στο Κρεμλίνο της Μόσχας, και η μελέτη ανάπλασης του σταθμού Zuidstationστις Βρυξέλλες και όλης της γύρω γειτονιάς, έργα στα οποία λάβαμε τη δεύτερη θέση στους διαγωνισμούς. Ήταν επίσης, τροφή για σκέψη ως προς τον ρόλο που έχουμε ως αρχιτέκτονες κατά τη διαδικασία του σχεδιασμού και μέχρι πιο σημείο είμαστε ελεύθεροι να σχεδιάσουμε σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια την πιο ποιοτική και βιώσιμη λύση.
Κατ επέκταση αυτού του προβληματισμού, τον Φλεβάρη του 2014 παρουσίασα την ερευνητική μου εργασία ‘ΦΟΒΟΣ, ΧΩΡΟΣ, ΟΡΙΟ: η τοπογραφία της ‘ασφάλειας’ στη σύγχρονη μητρόπολη’, στην οποία διερεύνησα τις χωρικές εκφάνσεις του παραγόμενου φόβου στα μεγάλα αστικά κέντρα των ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης και τη σχέση της εξουσίας με τις πολεοδομικές πρακτικές και τις στρατηγικές επιτήρησης και ελέγχου.
Το Φλεβάρη του 2015, σε συνεργασία με τη φίλη μου Μυρτώ Βραβοσινού παρουσιάσαμε τη διπλωματική εργασία ‘ΧΩΡΙΚΕΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ: η ‘κρυφή’ διάσταση του φύλου’, που βασίστηκε στη μελέτη μεταφεμινιστικών θεωριών σχετικά με την κοινωνική δόμηση του φύλου και ειδικότερα στη θεωρία της επιτελεστικότητας της Judith Butler, με αφορμή ένα γιαπί στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης. Η επιβλέπουσά μας καθηγήτρια Βάνα Τεντοκάλη, στάθηκε δίπλα μας από την αρχή ως το τέλος, χωρίς να μας δίνει άμεσες λύσεις, αλλά καθοδηγώντας μας με έναν τρόπο εν μέρει αινιγματικό, καθ ουσίαν, όμως, απελευθερωτικό. Εν είδει μιας διαδικασίας ψυχοθεραπείας, επί ένα χρόνο ξεκλειδώναμε ή παρακάμπταμε εμείς οι ίδιες τους γρίφους και τα αδιέξοδα που συναντούσαμε στο δρόμο μας. Μια μέρα του καλοκαιριού, που το μυαλό δε δούλευε πια, μας λέει “Κορίτσια, θέλω να κάνετε ένα διάλειμμα για δυο τρεις μέρες. Πάρτε “Τα Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου” του Ρόλαν Μπαρτ και πηγαίνετε για μπάνιο σε μια παραλία να ξεκουραστείτε”. Νιώθω ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπό της, καθώς, μέχρι σήμερα, είναι ίσως η μόνη καθηγήτρια που με ενέπνευσε και μου άνοιξε τόσο πολύ τον τρόπο σκέψης και αντίληψης των πραγμάτων εντός κι εκτός αρχιτεκτονικής πρακτικής.
2. Ποιό ήταν το επόμενο βήμα μετά το πτυχίο/μεταπτυχιακό και πώς κατέληξες στη συγκεκριμένη επιλογή; Πες μας λίγα λόγια γι’ αυτό.
Μετά τις σπουδές στη Θεσσαλονίκη, ένιωσα την ανάγκη να κάνω μια παύση από τον ακαδημαϊκό χώρο. Ήθελα να βιώσω την εμπειρία του σχεδιασμού και της κατασκευής σε πραγματικό χρόνο και τόπο. Έπειτα από αρκετές αιτήσεις για δουλειά που έστειλα κυρίως στο εξωτερικό, από όσους λάμβανα θετική απάντηση ήταν χωρίς αμοιβή, καθώς όλοι με ρωτούσαν αν μπορώ να πάρω υποτροφία. Την ίδια στιγμή δεν μπορούσα να παραμείνω άλλο στη Θεσσαλονίκη. Ένιωθα ότι είχε κλείσει ένας κύκλος. Εκείνες τις μέρες, μέσα στην απελπισία μου, μου έγινε μια πρόταση για δουλειά από έναν οικογενειακό φίλο πολιτικό μηχανικό στην πόλη ΛΑκουιλα, στην κεντρική Ιταλία. Την δέχτηκα με χαρά, αφενός γιατί θα είχα ισότιμη συμμετοχή και αντιμετώπιση σε ένα μικρό τεχνικό γραφείο, αφετέρου γιατί η ΛΑκουιλα ήταν η πόλη στην οποία σπούδασαν και γνωρίστηκαν οι γονείς μου το 1977. Μετακόμισα εκεί το Νοέμβριο του 2015, αντικρίζοντας το μετασεισμικό τοπίο μιας πόλης κατεστραμμένης από έναν ισχυρό σεισμό του Απριλίου του 2009. Επί ένα χρόνο δούλεψα στην ανοικοδόμηση της πόλης, σε αναγεννησιακά συμπλέγματα του 17ου και 18ου αιώνα, σε σύγχρονες πολυκατοικίες που γκρεμίζονταν και ξαναχτίζονταν από το μηδέν σχεδόν όπως ήταν πριν, σε μια εκλεκτικιστική διπλοκατοικία των αρχών του 20ου αιώνα. Έζησα μέσα σε μια πόλη που ήταν κόκκινη ζώνη και την ίδια στιγμή ένα απέραντο εργοτάξιο, με γερανούς να ταλαντεύονται μέρα νύχτα πάνω από το κεφάλι σου. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερη εμπειρία και συνθήκες δουλειάς για να μάθω τόσα πολλά πράγματα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Παράλληλα με τη δουλειά μου, φωτογράφιζα την πόλη, και το υλικό αυτό, το 2019 έγινε ένα βιβλίο, το “Pendulum” το οποίο αφορά στο ταξίδι επιστροφής μου στην πόλη της ΛΑκουιλα, στις φαντασιακές μου ρίζες, στην επαναδιαπραγμάτευση με την ξεθωριασμένη μνήμη της παιδικής μου ηλικίας.
Ωστόσο, παρά την εμπειρία και τους καλούς φίλους που απέκτησα σε αυτή την απομονωμένη ορεινή πόλη, σε ένα οροπέδιο στα 700 μέτρα περιτριγυρισμένη από εθνικά πάρκα, βουνά και μεσαιωνικά χωριά, ήξερα ότι πλησίαζε η στιγμή να φύγω. Τον Αύγουστο του 2016 ένας δεύτερος μεγάλος σεισμός με επίκεντρο το γειτονικό χωριό Amatrice κόστισε τη ζωή σε 300 περίπου ανθρώπους. Η ταραχή, η ανασφάλεια και ο φόβος στα πρόσωπα των ΛΑκουιλάνων με συντάραξαν. Στο μεταξύ, είχα ήδη κάνει μια μοναδική αίτηση για μεταπτυχιακό και με είχαν δεχτεί, αλλά δεν ήμουν ακόμη σίγουρη ότι θα πήγαινα. Ο νέος σεισμός μου έδωσε την τελική ώθηση. Το φθινόπωρο του 2016 μετακόμισα στην Αθήνα. Το μεταπτυχιακό INSTEAD: Parapoesis, της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Βόλου, ήταν ένα κράμα αρχιτεκτονικής πρακτικής, θεωρίας, φιλοσοφίας και εικαστικών. Ήταν ακριβώς ό,τι έψαχνα. Χωρίς το σύνηθες πρόγραμμα σπουδών, όλη του η δομή βασίζονταν σε σύντομα αυτοτελή εργαστήρια διάρκειας μιας έως τριών εβδομάδων. Ήταν ένα παιχνίδι εξερεύνησης της πόλης, ένας απρόσμενα ωραίος πειραματισμός, με επίκεντρο τον επαναπροσδιορισμό της αθηναϊκής πολυκατοικίας. Για ένα χρόνο ζήσαμε μια νομαδική συνθήκη, σε πολλούς διαφορετικούς χώρους της Αθήνας, αλλά και με μετακινήσεις στη σχολή του Βόλου και στο Βερολίνο. ΄Ηταν μια εμπειρία ιδιαίτερα εντατική, αλλά ταυτόχρονα και πολύ γόνιμη, με γέλιο, ξενύχτια εργασίας και μουσική, μέσα από την οποία γεννήθηκαν, επίσης, δυνατές φιλίες.
3.Τι δυσκολίες αντιμετώπισες και τι ευκαιρίες είχες βάσει αυτών των επιλογών σου;
Η Θεσσαλονίκη, η Μαδρίτη, το Ρότερνταμ και η ΛΑκουιλα, αποτέλεσαν τέσσερις κομβικές στάσεις κατά τη διάρκεια των σπουδών μου και της πρώτης μου εργασίας. Κάθε πόλη ήταν και μια εμπειρία με ποικίλα ερεθίσματα που οδηγούσαν σε πολλαπλές εξερευνήσεις. Σε όλη την πορεία της πρακτικής, του μεταπτυχιακού και μετέπειτα της δουλειάς σκεφτόμουν πάντα ότι αν η εκάστοτε ενασχόλησή μου δεν με εκφράζει, ότι νιώθω δυστυχισμένη, μπορώ πάντα να τα παρατήσω και να κάνω κάτι άλλο. Είχα την ευκαιρία, όμως, να είναι τόσο ανοιχτό και πολυπρισματικό το εύρος των ενασχολήσεών μου, που το ένα (ανα)τροφοδοτούσε το άλλο και με κρατούσε σε μια δημιουργική εγρήγορση.
Η Θεσσαλονίκη ήταν η βάση όλων, ο βασικός κορμός του δέντρου, η Μαδρίτη ήταν το λουλούδι, η αποκάλυψη ενός καλλιτεχνικού κόσμου που αγνοούσα σε μεγάλο βαθμό, το Ρότερνταμ ήταν τα κλαδιά, εκεί έμαθα τη μεθοδικότητα στην ταξινόμηση, τη συνεργασία με μεγάλες ομάδες, την τεχνική, την επιμονή στο σκίτσο, τον κόσμο της αγοράς. Τέλος, η ΛΑκουιλα ήταν το εσωτερικό του δέντρου, η κατασκευή, η επιμονή στη λεπτομέρεια, κυρίως στα αθέατα έγκατα του κτιρίου.
Η ΛΑκουιλα, παρά το τραύμα και τη μοναξιά μου έφερε, μου έδωσε την ευκαιρία να βρίσκομαι καθημερινά στα εργοτάξια,να επιβλέπω, να συνομιλώ με τους πελάτες, τους εργολάβους και τις κατασκευαστικές εταιρείες, να διαπραγματεύομαι καλύτερες ποιοτικά λύσεις και υλικά. Ταυτόχρονα, με παρακίνησε να την εξερευνήσω εις βάθος, να την κατανοήσω, μαζί με κάθε είδους φωτογραφική μηχανή που είχα στα χέρια μου, να αφουγκραστώ τη σιωπή και τις ιδιαιτερότητές της.
4.Με τι ασχολείσαι σήμερα και πώς θεωρείς πως συνδέεται με την ως τώρα πορεία σου; Πόσο ικανοποιημένος είσαι από αυτό και πόσο κοντά πλησιάζει σε αυτό που φανταζόσουν ως αρχιτεκτονικό έργο;
Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών, μου προτάθηκε να αναλάβω τη ριζική ανακαίνιση μιας πενταώροφης οικοδομής στον Πειραιά. Ήταν η πρώτη μου μεγάλης κλίμακας δουλειά ως ελεύθερη επαγγελματίας. Ήταν μια πραγματική βουτιά στον κόσμο της ελληνικής πραγματικότητας, από πλευράς νομοθεσίας, γραφειοκρατίας, τεχνοκρατίας, λαθών, λοιδορίας, απρόσμενων συνεργασιών, ατέρμονων αναμονών, άκαρπων μετακινήσεων, λυτρωτικής χαράς και απογοητεύσεων. Μετά από αυτό, ένιωσα ότι μπορώ να αντιμετωπίσω ο,τιδήποτε.
Τον Ιανουάριο του 2019, μαζί με τον συμφοιτητή, φίλο και συνεργάτη μου στο μεταπτυχιακό Γρηγόρη Πετρόπουλο, ανοίξαμε το αρχιτεκτονικό γραφείο CHORA, στη στοά Καϊρη στο κέντρο της Αθήνας. Για λιγότερο από ένα χρόνο μοιραστήκαμε έναν επαγγελματικό χώρο -πρώην βιοτεχνία πουκαμίσων- με άλλους αρχιτέκτονες και γραφίστες. Ο Γρηγόρης στη συνέχεια αποχώρησε και η διαχείριση του γραφείου παρέμεινε σε εμένα. Την ίδια περίοδο αναγκαστήκαμε να αφήσουμε τον χώρο στη στοά Καϊρη, στο Μοναστηράκι, στο πλαίσιο του εξευγενισμού της περιοχής και σύντομα μετεγκαταστάθηκα στο Παγκράτι. Λίγο αργότερα, το γραφείο πήρε την ονομασία CHORA ATELIER. Πρόσφατα, στις 30 Σεπτεμβρίου 2022 έγιναν και τα εγκαίνια του δεύτερου χώρου του γραφείου στην οδό Καβάφη 8 στα Χανιά, τόπο καταγωγής από την πλευρά της μητέρας μου. Μέσα σε όλο αυτό το διάστημα, απέκτησα ένα δίκτυο συνεργατών και στην Αθήνα και στα Χανιά και πλέον η Chora Atelier ασχολείται με αρχιτεκτονικές μελέτες και επιβλέψεις (Καλυκάς: τετραώροφη οικοδομή με πυλωτή και φυτεμένο δώμα, 2022, Χανιά / Τέσσερις εξοχικές τουριστικές κατοικίες, 2023, Θάσος), με την κατασκευή, τη σκηνογραφία (Δαίδαλα, 2021, Εικαστική εγκατάσταση φωτογραφίας και γλυπτικής, Χανιά / Η Ιστορία Ενός Αιχμαλώτου, 2019, Θεατρική παράσταση, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Μιστριώτη), τον σχεδιασμό εσωτερικών χώρων και επίπλων (Σεμέλη, 2020), την επιμέλεια εκδόσεων (Αθήνα Σ Ακούω, 2021, του Georges Salameh), τον σχεδιασμό παραγωγής ταινιών (Claw Machine, 2022, παραγωγή MeMSéA), την έρευνα του χώρου.
Στο επίκεντρο, παρόλα αυτά, της θεωρητικής μελέτης και πρακτικής μου άσκησης βρίσκεται το θέμα της κατοικίας. Με απασχολεί ιδιαίτερα η βίωση του χώρου – ιδιωτικού και δημόσιου- κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, στις ελληνικές πόλεις και στην επαρχία αλλά και στις ευρωπαϊκές χώρες, η αναδιαμόρφωση τυπικών στοιχείων μιας οικίας ή μιας πολυκατοικίας, με στόχο την καλύτερη ποιότητα της καθημερινής ζωής, η λειτουργία των χώρων ως σημεία κοινωνικής πύκνωσης ή και εσωτερικής απομόνωσης, η αρχιτεκτονική που σέβεται τον τόπο και το περιβάλλον, -και δεν εννοώ τα υπόσκαφα έργα που είναι μια άλλη αόρατη πληγή στο έδαφος – μια αρχιτεκτονική που εγκαθιδρύει σχέσεις, μεταξύ του χρόνου, του τόπου, του πολιτισμού, της τεχνολογίας, της ύλης, των ανθρώπων, η έννοια του κατοικείν.
5. Τι θα συμβούλευες κάποιον που θέλει να ακολουθήσει τα βήματά σου;
Το διεπιστημονικό πεδίο που προκύπτει μέσα από διαφορετικές συνεργασίες και προτάσεις, κρύβει κάτι μαγικό. Κάθε δουλειά είναι μια νέα και κυρίως διαφορετική πρόκληση. Κάθε ανθρώπινη επαφή και κάθε πελάτης είναι διαφορετικός. Οι δυσκολίες είναι πάντα πολλές, κυρίως ως προς τη γραφειοκρατία και μερικές φορές στην επικοινωνία, ωστόσο, όταν έχεις κοπιάσεις στον σχεδιασμό και βλέπεις να υλοποιείται η μελέτη σου, είτε πρόκειται για κτίριο είτε για ένα απλό κιγκλίδωμα ή ένα τραπέζι, η χαρά που λαμβάνεις σβήνει συνήθως όλη την γκρίνια και τον κόπο που έχει προηγηθεί. Όλα αυτά, σε εμένα τουλάχιστον, προσφέρουν μια εσωτερική ικανοποίηση και την ίδια στιγμή την προσμονή για νέες ευκαιρίες και ετερόκλητα έργα.
Ο αρχιτέκτονας Dirk Somers, σε μια αλληλογραφία που είχε με τους συντάκτες του ολλανδικού περιοδικού OASE: Journal for Architecture (#109, 2021, σ.77) ανέφερε ότι στο επάγγελμά μας δεν αρκεί κάποιος να ξέρει να εκτελεί τεχνικά, αισθητικά και λειτουργικά το έργο του, προϋποθέτει, επίσης, να μπορεί να στήσει μια επιχείρηση, να την επικοινωνήσει να έχει στρατηγική και ταλέντο στην ενσυναίσθηση, καταλήγοντας ότι όλος αυτός ο αρχιτεκτονικός διασκελισμός είναι μια καθημερινή ωδή στην πολυπλοκότητα. Διαβάζοντάς το, ένιωσα όλη αυτή την παραζάλη που πράγματι συχνά προκαλεί η συγχρονική σκέψη πολλαπλών παραγόντων και καθηκόντων. Ταυτίστηκα με αυτή την καθημερινή ωδή στην πολυπλοκότητα. Με τον καιρό και τη συνεχή εξάσκηση, ο νους, μαθαίνει να αντιμετωπίζει κάπως αυτόματα οποιαδήποτε συνθήκη, όπως όταν το σώμα σου καλείται να μάθει νέες ασκήσεις στη γυμναστική, να ενεργοποιήσει μύες αδρανείς, η αντίδρασή του είναι πάντα έντονη, ένα τρίξιμο, μια γκρίνια, αλλά με τον καιρό και την επανάληψη τη συνηθίζει. Παρότρυνσή μου είναι να αφεθεί κάποιος στον κυματισμό και τη γοητεία αυτής της πολυπλοκότητας.
Chora Atelier - https://chora.co/