Η διπλωματική εργασία αυτή είχε ως τόπο το νησί Κύθνο, το οποίο βρίσκεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Η Κύθνος, ή αλλιώς Θερμιά, αποτελεί ένα μικρό σε έκταση νησί έκτασης 100,000 Xμ με μικρό αριθμό μόνιμου πληθυσμού (1,310 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011). Η εγγύτητά του με την Αθήνα όμως σε συνδυασμό με την δαντελωτή ακτογραμμή του, την έχουν ανακηρύξει σε ανερχόμενο προορισμό διακοπών. Ταυτόχρονα, λόγω της τουριστικής αυτής άνθισης, οι νέοι εντόπιοι κάτοικοι ασχολούνται ενεργά με το χώρο του μαζικού τουρισμού. Παράλληλα, μία μικρή μερίδα νέων, απασχολείται ξανά με την παραγωγή τοπικών προϊόντων και εστιάζει στο διευρυμένο αγοραστικό κοινό λόγω τουρισμού. Στην παρούσα συνθήκη όμως ελοχεύει ο παρακάτω κίνδυνος: Ο τόπος να χάσει την δικό του χαρακτήρα και στο βωμό του μαζικού τουρισμού και της μαζικής διασκέδασης να μετατραπεί σε ένα τόπο, δίχως χαρακτήρα, όπως άλλα συνέβη σε άλλα πριν από αυτό, όπως η Μύκονος και η Πάρος. Έναυσμα για την εργασία αυτή ήταν ο φόβος μου για την τροπή αυτή της εξέλιξης του τόπου και επιθυμία μου να δημιουργήσω ένα παράδειγμα εναλλακτικού τουρισμού, ο οποίος θα σεβόταν και θα αναζωογονούσε το χαρακτήρα του νησιού φέρνοντας οικονομική άνθιση. Για τον λόγο αυτό επέλεξα να εστιάσω στην αναθύμιση της τέχνης της αγγειοπλαστικής, στην οποία οι Θερμιώτες (κάτοικοι από την Κύθνο) ήταν ξακουστοί σε όλη τη χώρα, αλλά σήμερα μονάχα ένας ενεργός αγγειοπλάστης έχει μείνει, ο Γιώργος ο Γεοργούλης. Ταυτόχρονη προσοχή έπρεπε να δοθεί στην ανάπλαση του τοπίου και στην σύνδεση διαφορετικών λειτουργιών, τόσο αναγκαίες για το εργαστήρι της κεραμικής, όσο και για την λειτουργία του ως μέρος διαμονής και επίσκεψης τουριστών.
Προσωπική πρόκληση ήταν να συγκεράσει την ιστορία και την παράδοση του τόπου με το πιθανό μέλλον που θα επιθυμούσα το νησί να έχει. Στην πρόταση ο χρήστης θα βρεθεί και θα κοιτάει γύρω του, νιώθοντας ελεύθερος. Θα έχει όλο το κόσμο γύρω του, το απέραντο πέλαγος και τον ανοιχτό ορίζοντα, αλλά θα είναι πατάει στη γη και δεν θα είναι ανώτερός της. Αυτή το συναίσθημα που κανείς έχει όταν βρίσκεται στο μέρος αυτό αποφάσισα να το μετατρέψω σε Αρχιτεκτονική. Για τον λόγω αυτό τα κτήρια «σκόρπισαν» στο τοπίο, το άνυδρο και δίχως σκιά, κράτησαν την αρχαϊκή μορφή τους και υλοποιήθηκα με υλικά του ίδιου του τόπου. Κυρίαρχο συνθετικό στοιχείο αποτέλεσε η Ξερολιθιά. Το στοιχείο που χαράσσει και ορίζει την κυκλαδίτικη Γη και στέκει ακόμα αγέρωχο να θυμίζει σε όλους μας τον ανθρώπινο μόχθο και την αναγκαιότητα της γης και των προϊόντων της για εμάς. Η Ξερολιθιά θα περιγράψει την κίνηση, την στάση, το κενό και το πλήρες, το τοπίο.
Πιο συγκεκριμένα το οικόπεδο που επιλέχθηκε για την διπλωματική εργασία είναι στο μέσο του νησιού, έξω από την Δρυοπίδα (Χωριό), ένα από τα παλαιότερα και σημαντικότερα χωριά του νησιού, μαζί με την πρωτεύουσα, Κύθνο (Χώρα). Στο σταυροδρόμι αυτό στέκουν κατάλοιπα ανεμόμυλων για την παραγωγή αλευριού, ένα άλλο στοιχείο νεκρής παραγωγής πια για το νησί, αλλά σημαντική για το τοπίο. Επίσης, στο οικόπεδο που επιλέχθηκε υπήρχε ήση μία οικογενειακή εκκλησία, η Αγία Αικατερίνη, η οποία έπρεπε και αυτή να ενταχθεί στο νέο τοπίο. Στην πρόταση ο επισκέπτης θα γίνει για λίγο εντόπιος κάτοικος, ζώντας ανάμεσα στο τοπίο που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα των κατοίκων της Γης αυτής. Επίσης, θα μάθει την ιστορία και τέχνη της αγγειοπλαστικής, θα συμμετέχει στην παραγωγή. Κάποιοι θα μπορούν να διαμείνουν επίσης και να συνδυάσουν την καθημερινότητα τους με το τοπίο. Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι η αγγειοπλαστική τέχνη έχει εξελιχθεί και αυτή και πολλοί χώροι της, όπως το καμίνι έχει αντικατασταθεί σε ηλεκτρικούς φούρνους. Τέτοια στοιχεία τροφοδότησαν δύο αντιθετικές τάσης παράλληλα με την εξέλιξη της σύνθεσης. Να σχεδιαστεί ένα μοντέρνο και σύγχρονο αργαστήρι, ή να αναστηθεί ο παλιός και επίπονος τρόπος παραγωγής; Η λύση βρέθηκε στη μέση. Κτήρια πια ξεχασμένα από την παραγωγή ενσωματώθηκαν στη σύνθεση, αλλά ως παλιοί ναοί νεκρής θρησκείας, να θυμίζουν την ιστορία και εξέλιξη της τέχνης, αλλά η πραγματική παραγωγή θα τελούνταν με σύγχρονα εργαλεία.
Τέλος, σημαντικό στοιχείο για την πρόταση αυτή ήταν επίσης, πέρα από την οικονομική και παραγωγική αυτονομία να καλυφθεί και η ενεργειακή αυτονομία του συγκροτήματος. Η πρόταση προσπαθεί να συλλέξει τα νέα παραγωγικά τοπόσημα και να τα μετατρέψει σε αρχιτεκτονική. Μέσω βιοκλιματικού και ενεργειακού σχεδιασμού η πρόταση επαναπροσδιορίζεται ως εγκαιρη και απαντά στην ανάγκη για βιώσιμη Αρχιτεκτονική. Η ανεμογεννήτρια στέκει στην είσοδο, ως τοπόσημο, σαν μοντέρνος ανεμόμυλος, να χρησιμοποιεί τους δυνατούς ανέμους του τόπου για να παράξει ηλεκτρική ενέργεια. Φωτοβολταϊκά πάνελ χρησιμοποιούν τον άφθονο μεσογειακό ήλιο και ενσωματώνονται στο γενικό τοπίο. Επίσης, το νερό χρησιμοποιείται διαφορετικά σε περίπτωση πόσης και καθαρισμού, δίνοντας την δυνατότητα να περισυλλεχθεί να αποθηκευτεί και να χρησιμοποιηθεί βρόχινο νερό. Η πρόταση δεν στοχεύει να καλύψει απόλυτη ενεργειακή αυτονομία του συγκροτήματος, διότι κάτι τέτοιο χρειάζεται και την κατάλληλη κουλτούρα. Παρ’ολ’αυτά, τοποθετείτε στο ενδιάμεσο και επαχρησιμοποιεί παλιές ενεργειακές αρετές, τα οποία επιστρέφουν με σύγχρονα εργαλεία. Ένα τέτοιο βήμα είναι απαραίτητο για να υλοποιηθούν και στην πραγματικότητα παρόμοιες λύσεις και αργότερα να επιζητηθεί η απόλυτη αυτονομία με την αντίστοιχη αλλαγή κουλτούρας.